καματάρης

καματάρης
ο , καματάρα и. καματάρισσα η работяга, тружени|к, -ца

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "καματάρης" в других словарях:

  • καματάρης — ο, θηλ. καματάρα και καματάρισσα εργάτης που ασχολείται με κοπιαστική εργασία, και κυρίως εργάτης τών αγρών, αγρότης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάματος + άρης (πρβλ. βαρκ άρης, νοικ άρης)] …   Dictionary of Greek

  • καματάρης — ο θηλ. α και ισσα εργάτης που ασχολείται σε κοπιαστικές δουλειές και ιδίως γεωργικές, εργάτης, γεωργός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καματάρικος — η, ο [καματάρης] 1. καματάρης*, ασχολούμενος με κουραστική εργασία 2. (για υποζύγια, κυρίως βόδια) κατάλληλος να σύρει άροτρο («καματάρικο βόδι») …   Dictionary of Greek

  • κάματος — ο (AM κάματος) 1. επίπονη εργασία, μόχθος, κόπος («ἄτερ καμάτοιο τέλεσσαν», Ομ. Οδ.) 2. κατάπτωση τών σωματικών δυνάμεων από βαριά ή υπερβολική εργασία, κόπωση, κούραση, εξάντληση («αἴθρῳ και καμάτῳ δεδμημένον», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. το όργωμα τών… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»